Τι είναι ο γλυκαιμικός δείκτης;
Η μεταγευματική υπεργλυκαιμία που παρατηρείται σε μη διαβητικά, αλλά και διαβητικά άτομα, μετά από τη λήψη διαφόρων τροφίμων που περιέχουν υδατάνθρακες δεν είναι ίδια, ακόμα και όταν λαμβάνονται ακριβώς οι ίδιες ποσότητες υδατανθράκων. Υπάρχουν τρόφιμα που δίνουν πολύ υψηλές μεταγευματικές τιμές γλυκόζης και τα οποία πρέπει να καταναλώνονται με προσοχή και άλλα που δίνουν χαμηλές τιμές και τα οποία πρέπει να κυριαρχούν στο διαιτολόγιό μας, προκειμένου να έχουμε καλύτερη ρύθμιση του σωματικού βάρους αλλά και καλύτερη ρύθμιση των τιμών γλυκόζης στο αίμα. Ο γλυκαιμικός δείκτης (ΓΔ) είναι ένας δείκτης που βοηθά στην κατάταξη των φαγητών ανάλογα με την επίδραση που έχουν στη γλυκόζη του αίματος μετά την κατανάλωσή τους.
Ο ΓΔ αναπτύχθηκε για να βοηθήσει μέσα από τη διαιτητική θεραπεία στη βελτίωση του γλυκαιμικού ελέγχου. Δείχνει πόσο ανεβαίνουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα 2-3 ώρες μετά την κατανάλωση της τροφής και αφορά σε τροφές υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, όχι όμως σε λίπος ή πρωτεΐνη, αφού τα τελευταία επηρεάζουν λιγότερο την άνοδο των επιπέδων της γλυκόζης
Στη βιβλιογραφία ως ΓΔ θεωρείται η μαθηματική έκφραση της υπεργλυκαιμίας που προκύπτει όταν τα υπό εξέταση τρόφιμα συγκριθούν με την υπεργλυκαιμία που προκαλεί η λήψη ψωμιού, που περιέχει την ίδια ποσότητα υδατανθράκων ή ποσότητα γλυκόζης περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, όχι όμως σε λίπος ή πρωτεΐνη, αφού τα τελευταία επηρεάζουν λιγότερο την άνοδο των επιπέδων της γλυκόζης.
Γλυκαιμικός δείκτης=
Eπιφάνεια σακχάρου στην καμπύλη σακχάρου αίματος της υπό εξέτασης τροφής
Επιφάνεια σακχάρου στην καμπύλη σακχάρου αίματος της τροφής αναφοράς (ψωμί ή γλυκό
Ο ΓΔ αφορά στην ποιότητα των υδατανθράκων και όχι στην ποσότητα. Σαφώς η ποσότητα του φαγητού παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά η μέτρηση του ΓΔ ενός φαγητού δεν συσχετίζεται με το μέγεθος της μερίδας.
Ο γλυκαιμικός δείκτης και οι υδατάνθρακες
Το μεγάλο ίσως πρόβλημα για ένα διαβητικό άτομο, είναι οι υδατάνθρακες. Ο ΓΔ, μας βοηθάει να επιλέξουμε υδατανθρακούχες τροφές που θα επηρεάσουν λιγότερο το μεταγευματικό μας σάκχαρο. Πολλοί πιστεύουν πως τα άτομα με διαβήτη πρέπει να προσέχουν και να αποφεύγουν την κατανάλωση μόνο της άσπρης ζάχαρης. Η ζάχαρη, όμως, δεν αποτελεί τη μοναδική μορφή υδατάνθρακα. Πέρα από τη σακχαρόζη, που είναι το κύριο συστατικό της ζάχαρης, υπάρχουν και άλλες μορφές υδατανθράκων, πιο απλοί και πιο σύνθετοι, που βρίσκονται σε τροφές όπως οι πατάτες, τα λαχανικά, τα φρούτα, οι δημητριακοί καρποί, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα όσπρια και τα αμυλώδη προϊόντα. Ο ανθρώπινος οργανισμός έχει άμεση ανάγκη τους υδατάνθρακες για να αντεπεξέλθει στις σωματικές και τις πνευματικές του δραστηριότητες αλλά και επειδή είναι τροφές πολύτιμες για την υγεία μας, αφού αποτελούν πηγή πολλών βιταμινών και ιχνοστοιχείων.
Οι υδατάνθρακες είναι το πιο δύσκολο αλλά και πιο σημαντικό κεφάλαιο στη διαβητική δίαιτα. Αρχικά, γιατί πρέπει να καλύπτουν το 50-55% της ημερήσιας θερμιδικής πρόσληψης και να αποτελούν τη βάση της διατροφικής τους πυραμίδας, με όλες τις μορφές τους, δηλ. τους μονοσακχαρίτες, δισακχαρίτες και πολυσακχαρίτες. Ταυτόχρονα, όμως, είναι εκείνο το διατροφικό στοιχείο που επηρεάζει άμεσα τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα, αλλά και εκείνο που «φοβούνται» και συχνά αποφεύγουν ή προσπαθούν να αποφύγουν οι διαβητικοί, γιατί τους έχουν πει πως ανεβάζει το σάκχαρο.
Μετά από ένα γεύμα ή τρόφιμο που περιέχει υδατάνθρακες παρατηρείται μια χαρακτηριστική αύξηση και στη συνέχεια πτώση στα επίπεδα της γλυκόζης του αίματος μετά από περίπου 3 ώρες. Ο ρυθμός και η ταχύτητα απορρόφησης της τροφής και, επομένως, η άνοδος του μεταγευματικού σακχάρου εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως ο τρόπος παρασκευής του φαγητού, η θερμοκρασία αυτού, το μέγεθος της μπουκιάς, η παρουσία άλατος ή νερού, το είδος των υδατανθράκων που περιέχεται σ’ αυτήν (απλοί ή σύνθετοι) καθώς και η παρουσία ινών ή όχι.
Ο γλυκαιμικός δείκτης στην πράξη
Μετά την εκπαίδευση του διαβητικού ατόμου σχετικά με το τι είναι ο ΓΔ και από ποιους παράγοντες επηρεάζεται και καθορίζεται, ακολουθεί η εκπαίδευση σε ένα μοντέλο που θα το ονομάζαμε «Καλό – Καλύτερο – Άριστο». Με το μοντέλο αυτό μπορούμε να διδάξουμε κάποιες απλές αντικαταστάσεις που θα οδηγήσουν σε καλύτερες τιμές σακχάρου στο αίμα. Π.χ.
Καλό Καλύτερο Άριστο
Άσπρο ψωμί → Ολικής άλεσης → Πολύσπορο
Αναψυκτικό → Φυσικός χυμός → Φρούτο
Πατάτες → Ζυμαρικό → Φασόλια
Με αυτό το σύστημα το διαβητικό άτομο μπορεί από μόνος του να μάθει ποιες είναι οι καλύτερες επιλογές από τις διάφορες ομάδες τροφίμων, και να κάνει τις παρακάτω αντικαταστάσεις:
Υψηλού ΓΔ τρόφιμα
- Ψωμί άσπρο ή ολικής
- Υψηλού ΓΔ ρύζι (χαμηλής αμυλόζης)π.χ. λασπωτό ρύζι
- Επεξεργασμένα δημητριακά πρωινού
- Πατάτα
- Απλά μπισκότα ή κράκερ
- Κέικ και μάφινς
- Τροπικά φρούτα, όπως μπανάνα
- Χαμηλού ΓΔ τρόφιμα
- Ψωμιά με αρκετούς σπόρους
Χαμηλού ΓΔ ρύζι (υψηλής αμυλόζης) π.χ. Basmati, parboiled
- Δημητριακά π.χ. βρώμη (μούσλι ή κουάκερ) ή All Bran
- Υποκατάστατα όπως ζυμαρικά ή λαχανικά
- Μπισκότα με ξερά φρούτα, σπόρους, όπως βρώμης αντίστοιχα με φρούτα ή σπόρους
- Φρούτα εποχής όπως μήλο και αχλάδι